Ελληνικά » Γερμανικά

εποχή [ɛpɔˈçi] SUBST θηλ

1. εποχή (της ιστορίας):

εποχή
Zeitalter ουδ
εποχή
Epoche θηλ
εποχή
Zeit θηλ
στην εποχή μας (τώρα)
στην εποχή μας (τότε)
die Menschen αρσ πλ unserer Zeit
αφήνω εποχή
ατομική εποχή
Atomzeitalter ουδ
γεωλογική εποχή
Eiszeit θηλ
λίθινη εποχή
Steinzeit θηλ
στη λίθινη εποχή
νεολιθική εποχή
Neolithikum ουδ
Bronzezeit θηλ
Prähistorie θηλ
Vorgeschichte θηλ

2. εποχή (κάποια περίοδος του έτους):

εποχή
Zeit θηλ
Obst ουδ ενικ der Saison
χρυσή εποχή
goldene Zeit θηλ
εποχή των βροχών
Regenzeit θηλ
Trockenzeit θηλ

3. εποχή (μια από τις τέσσερις):

εποχή
Jahreszeit θηλ

Ολόκαινος Εποχή [ɔˈlɔcɛnɔs ɛpɔˈçi] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εποχή

Eiszeit θηλ
δίσεκτη εποχή
widrige Zeit θηλ
αφήνω εποχή
Eiszeit θηλ
ατομική εποχή
λίθινη εποχή
Steinzeit θηλ
Bronzezeit θηλ
χρυσή εποχή
goldene Zeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский