Ελληνικά » Γερμανικά

γνωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɣnɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. γνωρίζω (γνωστοποιώ):

γνωρίζω
γνωρίζω λήψη επιστολής

2. γνωρίζω (αναγνωρίζω):

γνωρίζω

3. γνωρίζω (έχω κάποιον ως γνωστό):

γνωρίζω
τον γνωρίζω εξ όψεως/ακοής
τον γνωρίζω προσωπικά

4. γνωρίζω (γίνομαι γνωστός με κάποιον):

γνωρίζω

5. γνωρίζω (ξέρω):

γνωρίζω

6. γνωρίζω (συσταίνω):

γνωρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский