Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: sich , Sicht , Haircut , sichten και sicher

Sicht <-, -en> [zɪçt] SUBST θηλ

II . sich [zɪç] ΑΥΤΟΠ ΑΝΤΩΝ 3. πρόσ

sichten [ˈzɪçtən] VERB μεταβ

1. sichten (erblicken):

2. sichten (durchsehen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский