Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγκυρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έγκυρ|ος <-η, -ο> [ˈɛɲɟirɔs] ΕΠΊΘ

1. έγκυρος (που έχει ισχύ):

έγκυρος

2. έγκυρος (που έχει νομική ισχύ):

έγκυρος

3. έγκυρος (πηγές, πληροφορίες):

έγκυρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский