Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμπειρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμπειρ|ος <-η, -ο> [ˈɛmbirɔs] ΕΠΊΘ

έμπειρος σε
erfahren in +δοτ
ένας έμπειρος δάσκαλος

Παραδειγματικές φράσεις με έμπειρος

ένας έμπειρος δάσκαλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский