Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντρέπομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντρ|έπομαι <-άπηκα> [ˈdrɛpɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. ντρέπομαι (νιώθω ντροπή):

ντρέπομαι
ντρέπομαι για κάτι
ντρέπομαι για σένα
ντρέπομαι για λογαριασμό σου

2. ντρέπομαι (διστάζω από συστολή):

ντρέπομαι

Παραδειγματικές φράσεις με ντρέπομαι

ντρέπομαι για σένα
ντρέπομαι για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский