Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξετάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξετά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɛˈtazɔ] VERB μεταβ

1. εξετάζω (κάποια υπόθεση, άρρωστο):

εξετάζω
εξετάζω μια υπόθεση
εξετάζω τον ορίζοντα

2. εξετάζω (μάρτυρα, ύποπτο):

εξετάζω

3. εξετάζω (μαθητή, φοιτητή):

εξετάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский