Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βιάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βιά|ζομαι <-στηκα> [ˈvjazɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. βιάζομαι (έχω βιασύνη):

βιάζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский