Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμάξι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμάξι [aˈmaksi] SUBST ουδ

1. αμάξι (τροχοφόρο όχημα):

αμάξι
Wagen αρσ

2. αμάξι (αυτοκίνητο):

αμάξι
Auto ουδ
αμάξι
Wagen αρσ
πάω με τ' αμάξι

Παραδειγματικές φράσεις με αμάξι

πάω με τ' αμάξι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский