Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακρίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δι|ακρίνω <-άκρινα [ή -έκρινα], -ακρίθηκα, -ακεκριμένος> [ðiaˈkrinɔ] VERB μεταβ

2. διακρίνω (αναγνωρίζω με τις αισθήσεις):

διακρίνω

II . διακρίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με διακρίνω

διακρίνω το ένα από το άλλο
διακρίνω το καλό από το κακό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский