Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Saat , laut , lang , lahm , las , lax , lau , lag , Laut και Last

I . laut1 [laʊt] ΕΠΊΘ

1. laut (nicht leise):

2. laut (lärmend):

Saat <-, -en> [zaːt] SUBST θηλ

1. Saat nur ενικ (das Aussäen):

σπορά θηλ

2. Saat (Saatgut):

σπόρος αρσ

Last <-, -en> [last] SUBST θηλ

2. Last (Ladung):

φορτίο ουδ

Laut <-(e)s, -e> [laʊt] SUBST αρσ

2. Laut ΓΛΩΣΣ:

lag [laːk]

lag απλ παρελθ von liegen

Βλέπε και: liegen

liegen <liegt, lag, gelegen> [ˈliːgən] VERB αμετάβ +haben o sein

lau [laʊ] ΕΠΊΘ

2. lau μτφ:

lax [laks] ΕΠΊΘ

1. lax (locker):

lax

2. lax (nachlässig):

lax

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский