Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðjaˈvazɔ] VERB μεταβ

1. διαβάζω Η/Υ:

διαβάζω
διαβάζω δυνατά
διαβάζω κάτι στα πεταχτά
διαβάζω κάτω από τις λέξεις μτφ

2. διαβάζω (για άλλον):

διαβάζω

3. διαβάζω (για σπουδαστή: μελετώ):

διαβάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский