Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκέψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκέψ|η <-εις> [ˈscɛpsi] SUBST θηλ

1. σκέψη (νοητική ικανότητα):

σκέψη
Denken ουδ
σκέψη

3. σκέψη (το να κάθεται και να σκέφτεται κανείς):

σκέψη
Nachdenken ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский