Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρτερώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καρτερ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα [ή -εσα] > [kartɛˈrɔ] VERB αμετάβ

1. καρτερώ (υπομένω):

καρτερώ

2. καρτερώ (περιμένω):

καρτερώ

II . καρτερ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα [ή -εσα] > [kartɛˈrɔ] VERB μεταβ (περιμένω)

Παραδειγματικές φράσεις με καρτερώ

καρτερώ κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский