Ελληνικά » Γερμανικά

απαλ|ός <-ή, -ό> [apaˈlɔs] ΕΠΊΘ

1. απαλός (μαλακός):

απαλός

2. απαλός (ελαφρύς):

απαλός

3. απαλός (τρυφερός, γλυκός):

απαλός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский