Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαλύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαλύν|ω <-α> [apaˈlinɔ] VERB μεταβ

1. απαλύνω (κάνω μαλακό):

απαλύνω

2. απαλύνω μτφ (πόνο, θλίψη):

απαλύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский