Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαλότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαλότητα [apaˈlɔtita] SUBST θηλ

1. απαλότητα (ιδιότητα του μαλακού):

απαλότητα
Weichheit θηλ

2. απαλότητα (ιδιότητα του τρυφερού, του γλυκού):

απαλότητα
Zartheit θηλ
απαλότητα
Sanftheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский