Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαλλοτρίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαλλοτρίωσ|η <-εις> [apalɔˈtriɔsi] SUBST θηλ

απαλλοτρίωση
Enteignung θηλ
αναγκαστική απαλλοτρίωση

Παραδειγματικές φράσεις με απαλλοτρίωση

αναγκαστική απαλλοτρίωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский