Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαζεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαζ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [maˈzɛvɔ] VERB μεταβ

2. μαζεύω (πράγματα σκορπισμένα κάτω):

μαζεύω
τα μαζεύω και φεύγω

3. μαζεύω (φρούτα):

μαζεύω

4. μαζεύω (λουλούδια):

μαζεύω

5. μαζεύω (χυμένο υγρό):

μαζεύω

6. μαζεύω (τα βιβλία μου):

μαζεύω

8. μαζεύω (για γάτα: τα νύχια):

μαζεύω
μαζεύω τα νύχια μου
μαζεύω τη γλώσσα μου μτφ

9. μαζεύω (σκοινί: για να τακτοποιηθεί κάπου):

μαζεύω

10. μαζεύω (μαλλιά):

11. μαζεύω (τα πανιά):

μαζεύω

12. μαζεύω (πληροφορίες):

μαζεύω

13. μαζεύω (συγυρίζω):

μαζεύω

II . μαζ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [maˈzɛvɔ] VERB αμετάβ (στο πλύσιμο)

μαζεύω

III . μαζεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. μαζεύομαι (συσσωρεύομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский