Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: redite , redire , réduire και réduit

réduit [ʀedɥi] ΟΥΣ αρσ

I . réduire [ʀedɥiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

2. réduire ΤΈΧΝΗ, ΦΩΤΟΓΡ:

3. réduire ΧΗΜ:

9. réduire ΜΑΓΕΙΡ:

reduzieren ειδικ ορολ

10. réduire (soumettre):

III . réduire [ʀedɥiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. réduire (diminuer):

redire [ʀ(ə)diʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

ιδιωτισμοί:

redite [ʀ(ə)dit] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina