Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „rééchelonnement“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

rééchelonnement [ʀeeʃ(ə)lɔnmɑ͂] ΟΥΣ αρσ

rééchelonnement [de la dette]
Umschuldung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με rééchelonnement

rééchelonnement [de la dette]

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
On peut ainsi voter une diminution non rétroactive du taux d’intérêt et un rééchelonnement du paiement des dettes.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rééchelonnement" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina