Γαλλικά » Γερμανικά

privé [pʀive] ΟΥΣ αρσ

3. privé οικ (détective):

II . priver [pʀive] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. priver (se restreindre):

Παραδειγματικές φράσεις με privées

dettes privées
importations privées

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina