Γαλλικά » Γερμανικά

gonflé(e) [gɔ͂fle] ΕΠΊΘ

2. gonflé (exagéré):

gonflé(e)

3. gonflé οικ (culotté):

gonflé(e)
gonflé(e)

I . gonfler [gɔ͂fle] ΡΉΜΑ μεταβ

5. gonfler οικ (exaspérer):

ιδιωτισμοί:

les gonfler à qn οικ

Παραδειγματικές φράσεις με gonflées

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina