conduites στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για conduites στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

3. conduire (faire aboutir):

1. conduite (manière d'être):

behaviour βρετ (avec, envers qn to, toward(s) sb)

2. conduite:

3. conduite:

Βλέπε και: Conduite accompagnée, sportif

II.sport|if (sportive) [spɔʀtif, iv] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

Βλέπε και: conduite, Conduite accompagnée

1. conduite (manière d'être):

behaviour βρετ (avec, envers qn to, toward(s) sb)

2. conduite:

3. conduite:

Βλέπε και: permis

I.permis (permise) [pɛʀmi, iz] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

permis → permettre

driver's licence βρετ
building permit αμερικ
HGV licence βρετ
gun licence βρετ
permis de séjour ΝΟΜ
permis de travail ΝΟΜ

Μεταφράσεις για conduites στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
conduites θηλ πλ
conduite θηλ
conduite θηλ

conduites στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για conduites στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για conduites στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
conduite θηλ
conduite θηλ de gaz
conduite θηλ de gaz

conduites Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

(véhicule αρσ à) conduite θηλ à droite

conduites Από το λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA Bock GmbH

Μεταφράσεις για conduites στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski