permise στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για permise στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. permettre (donner l'autorisation):

2. permettre (donner les moyens):

se permettre αυτοπ ρήμα:

I.permis (permise) [pɛʀmi, iz] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

permis → permettre

driver's licence βρετ
building permit αμερικ
HGV licence βρετ
gun licence βρετ
permis de séjour ΝΟΜ
permis de travail ΝΟΜ

Βλέπε και: permettre, Permis de conduire

1. permettre (donner l'autorisation):

2. permettre (donner les moyens):

se permettre αυτοπ ρήμα:

Βλέπε και: Conduite accompagnée, conduite

1. conduite (manière d'être):

behaviour βρετ (avec, envers qn to, toward(s) sb)

2. conduite:

3. conduite:

Μεταφράσεις για permise στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

permise στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για permise στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

permis μετ passé de permettre

Βλέπε και: permettre

I.permettre [pɛʀmɛtʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ απρόσ ρήμα

I.permettre [pɛʀmɛtʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ απρόσ ρήμα

Μεταφράσεις για permise στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
permis αρσ
to permit of sth τυπικ
permis αρσ

permise Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

permise Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski