accompagnée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για accompagnée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Βλέπε και: permis

I.permis (permise) [pɛʀmi, iz] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

permis → permettre

driver's licence βρετ
building permit αμερικ
HGV licence βρετ
gun licence βρετ
permis de séjour ΝΟΜ
permis de travail ΝΟΜ

1. accompagner (se déplacer avec):

to take (à to)

2. accompagner (aller de pair avec):

fièvre accompagnée de maux de tête
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για accompagnée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
hokey-cokey αρσ (genre de farandole accompagnée de chant)
restructuration θηλ (souvent accompagnée de licenciements)
accompany ΜΟΥΣ
attend consequence, danger: μτφ, τυπικ

accompagnée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για accompagnée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
conduite accompagnée

Μεταφράσεις για accompagnée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
to play along with sb ΜΟΥΣ

accompagnée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

conduite accompagnée
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski