I.kick [βρετ kɪk, αμερικ kɪk] ΟΥΣ
1. kick:
- kick (of footballer)
- tir αρσ
2. kick (thrill) οικ:
4. kick οικ:
- dynamisme αρσ
II.kick [βρετ kɪk, αμερικ kɪk] ΡΉΜΑ μεταβ (gen)
III.kick [βρετ kɪk, αμερικ kɪk] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. kick:
IV.kick [βρετ kɪk, αμερικ kɪk]
- décrocher οικ