στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. connesso [konˈnɛsso] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
connesso → connettere
II. connesso [konˈnɛsso] ΕΠΊΘ (in relazione)
III. connessi ΟΥΣ αρσ πλ
I. connettere [konˈnɛttere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. connettere (collegare):
-  connettere fatti, fenomeni
-  
2. connettere ΤΕΧΝΟΛ:
II. connettere [konˈnɛttere] ΡΉΜΑ αμετάβ (ragionare)
III. connettersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 