gentile1 [dʒenˈtile] ΕΠΊΘ
1. gentile (garbato, cortese):
2. gentile (rivolto con gentilezza):
gentilissimo [dʒentiˈlissimo] ΕΠΊΘ
1. gentilissimo (molto gentile):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
