Oxford Spanish Dictionary
niño2 (niña) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. niño:
2. niño (con respecto a los padres):
3. niño (adulto joven):
στο λεξικό PONS
cine ΟΥΣ αρσ
INEM ΟΥΣ αρσ
INEM ABBR Instituto Nacional de Empleo
INEM [i·ˈnem] ΟΥΣ αρσ
INEM ABBR Instituto Nacional de Empleo
nica [ˈni·ka] ΕΠΊΘ Nic οικ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.