Oxford Spanish Dictionary
naughty <naughtier naughtiest> [αμερικ ˈnɔdi, βρετ ˈnɔːti] ΕΠΊΘ
1. naughty (mischievous):
3. naughty (in adult context):
στο λεξικό PONS
naughty <-ier, -iest> [ˈnɔ·t̬i] ΕΠΊΘ
1. naughty (badly behaved):
- naughty children
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.