naugh·ty [ˈnɔ:ti] ΕΠΊΘ
1. naughty (badly behaved):
- naughty children
-
- naughty children
-
- naughty children
-
- naughty ειρων adults
-
- naughty ειρων adults
-
2. naughty χιουμ οικ (erotic):
- naughty
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.