Oxford Spanish Dictionary
gracioso (graciosa) ΕΠΊΘ
1. gracioso (divertido):
2.1. gracioso (atractivo):
στο λεξικό PONS
I. gracioso (-a) ΕΠΊΘ
I. gracioso (-a) [gra·ˈsjo·so, -a; gra·ˈθjo-] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.