schätzen|lernenπαλαιότ
schätzenlernen → schätzen I.3
I. schätzen [ˈʃɛtsən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. schätzen (einschätzen):
3. schätzen (würdigen):
II. schätzen [ˈʃɛtsən] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.