quai [ke] ΟΥΣ αρσ
1. quai:
2. quai (rampe):
3. quai (endroit pour accoster):
4. quai (installation portuaire):
II. quai [ke]
I. quand [kɑ͂] ΕΠΊΡΡ
II. quand [kɑ͂] ΣΎΝΔ
1. quand (temporel):
3. quand (puisque):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.