en bloc [a͂ˈblɔk] ΕΠΊΡΡ
- en bloc (im ganzen, vollständig)
-
en passant [a͂paˈsa͂ː] ΕΠΊΡΡ
- en passant (im Vorübergehen, beiläufig)
- en passant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.