dran ΕΠΊΡΡ οικ
daran [daˈran, ˈdaːran] ΕΠΊΡΡ
1. daran (örtlich):
2. daran (zeitlich):
3. daran (an dieser Sache):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.