στο λεξικό PONS
vage ΕΠΊΘ
- vage (nichtssagend)
-
-
- vage
-
- vage
-
- vage
-
- eine vage Erinnerung
-
- vage Versprechungen
-
- vage
- bland comment, remark
- vage
-
- vage Behauptungen
-
- vage Erinnerungen
-
- vage
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
VAG ΟΥΣ ουδ
Versicherungsaufsichtsgesetz ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.