στο λεξικό PONS
In·an·spruch·nah·me <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ τυπικ
1. Inanspruchnahme (Nutzung):
2. Inanspruchnahme (Belastung, Beanspruchung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unbestrittene Inanspruchnahme phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- unbestrittene Inanspruchnahme (unbestrittene Verwendung)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.