στο λεξικό PONS
II. ge·häs·sig [gəˈhɛsɪç] ΕΠΊΡΡ
I. läs·sig [ˈlɛsɪç] ΕΠΊΘ
zu·läs·sig [ˈtsu:lɛsɪç] ΕΠΊΘ
auf·säs·sig [ˈaufzɛsɪç] ΕΠΊΘ
1. aufsässig (widerspenstig):
2. aufsässig (widersetzlich):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
zulässige Abweichung phrase CTRL
zulässig ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
maximal zulässig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.