I. don·nern [ˈdɔnɐn] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα +haben
II. don·nern [ˈdɔnɐn] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. donnern +haben (poltern):
2. donnern +sein (krachend prallen):
don·nernd ΕΠΊΘ
| es | donnert |
|---|
| es | donnerte |
|---|
| es | hat | gedonnert |
|---|
| es | hatte | gedonnert |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.