I. auf·fal·lend ΕΠΊΘ (ins Auge fallend)
II. auf·fal·lend ΕΠΊΡΡ
1. auffallend (in auffallender Weise):
ιδιωτισμοί:
-  stimmt auffallend! οικ
 -  
 
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.