στο λεξικό PONS
no·tice·ably [ˈnəʊtɪsəbli, αμερικ ˈnoʊt̬-] ΕΠΊΡΡ
- noticeably
-
- noticeably
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
noticeably affected area land use, ΠΕΡΙΒ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.