I. merk·lich [ˈmɛrklɪç] ΕΠΊΘ
- merklich
-
II. merk·lich [ˈmɛrklɪç] ΕΠΊΡΡ
- merklich
-
-
- merklich
-
- merklich
-
- merklich
- measurable perceptible
- merklich
-
- merklich
-
- merklich abgeneigt
-
- merklich
-
- merklich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.