στο λεξικό PONS
Mit·be·wer·ber(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Mitbewerber (ein weiterer Bewerber):
2. Mitbewerber (Konkurrent):
- Herabsetzung von Mitbewerbern
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Mitbewerber ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.