στο λεξικό PONS
Mit·be·wer·ber(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Mitbewerber (ein weiterer Bewerber):
- über 900 Mitbewerberinnen und Mitbewerber
-
2. Mitbewerber (Konkurrent):
- Mitbewerber(in)
-
-
- Mitbewerber(in) αρσ (θηλ) <-s, -; -, -nen>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Mitbewerber ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Mitbewerber
-
-
- Mitbewerber αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.