στο λεξικό PONS
Mit·be·stim·mung <-> ΟΥΣ θηλ
1. Mitbestimmung (das Mitbestimmen):
2. Mitbestimmung (Mitentscheidung):
-
- Mitbestimmung θηλ <->
- participatory ΠΟΛΙΤ
- auf Mitbestimmung ausgerichtet
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Mitbestimmung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Mitbestimmung
-
-
- Mitbestimmung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.