I. pa·ri·tä·tisch [pariˈtɛ:tɪʃ] ΕΠΊΘ τυπικ
II. pa·ri·tä·tisch [pariˈtɛ:tɪʃ] ΕΠΊΡΡ τυπικ
Mit·be·stim·mung <-> ΟΥΣ θηλ
1. Mitbestimmung (das Mitbestimmen):
- jds Mitbestimmung bei etw δοτ
- sb's participation in sth
- das Recht zur Mitbestimmung bei ...
-
2. Mitbestimmung (Mitentscheidung):
Mitbestimmung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Wohl·fahrts·ver·band <-(e)s, -bände> ΟΥΣ αρσ
- paritätische Mitbestimmung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- paritätische Mitbestimmung