Mitbestimmung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Wohl·fahrts·ver·band <-(e)s, -bände> ΟΥΣ αρσ
Mit·be·stim·mung <-> ΟΥΣ θηλ
1. Mitbestimmung (das Mitbestimmen):
- jds Mitbestimmung bei etw δοτ
- sb's participation in sth
- das Recht zur Mitbestimmung bei ...
-
2. Mitbestimmung (Mitentscheidung):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.