στο λεξικό PONS
Rie·sen·ge·winn <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Stück·ak·ti·en·ge·setz ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ, ΝΟΜ
Stim·men·ge·winn <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Wo·chen·ge·winn ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Fir·men·ge·winn ΟΥΣ αρσ
Ak·ti·en·ge·sell·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Ak·ti·en·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
Ak·ti·en·ge·setz <-es, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zwischengewinnsteuer ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Devisengewinn ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Firmengewinn ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Nebenleistungs-Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Periodengewinn ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Investment-Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Neukundengewinnung ΟΥΣ θηλ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Zwischengewinn ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Publikums-Aktiengesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.